Ιστορία Σερρών




Οι Σέρρες είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και γεωγραφικά βρίσκεται στην Βόρεια Ελλάδα. Ανήκει στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και έχει πληθυσμό 76.240 κατοίκους (απογραφή 2011). Απέχει 587 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 80 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη.

 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ.

  Η πόλη των Σερρών εμφανίζεται πρώτη φορά στην ιστορία στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα. Την αναφέρει ο Ηρόδοτος με το όνομα "Σίρις" και τον προσδιορισμό "Παιονική", ενώ τους κατοίκους τους ονομάζει Σιροπαίονες. Το αρχαιότερο επιγραφικό μνημείο που διασώζει τη γραφή "Σιρραίων πόλις" είναι ρωμαϊκής εποχής και βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών. Η πόλη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή κατά τους αρχαίους χρόνους και τη ρωμαϊκή κυριαρχία αλλά στους βυζαντινούς χρόνους αναφέρετε ως "μέγα και θαυμαστόν άστυ", μεγάλη, ισχυρή και πλούσια, ενώ αποτέλεσε Πρωτεύουσα του θέματος του Στρυμώνα. Το 1204 μ.Χ. πέρασε στα χέρια των Φράγκων, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1230 οπότε την κατέλαβαν οι Βούλγαροι. Το 1245 ανακατέλαβε την πόλη το Βυζάντιο υπό την εξουσία των Παλαιολόγων. Ενώ από το 1383 έως το 1913 η πόλη ήταν κάτω από τον ζυγό των Τούρκων. Αρκετοί Σερραίοι πολέμησαν στην επανάσταση του 1821, ένας από αυτούς ήταν ο Ζαχαρίας Αθανασίου[1]. Στις 28 Ιουνίου 1913 η πόλη πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε και στις 29 Ιουνίου του 1913 απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Στον Β' παγκόσμιο πόλεμο η πόλη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να "σπάσουν" τα οχυρά του Ρούπελ στην πορεία τους μέσω της Βουλγαρίας από την κοιλάδα του Στρυμόνα αλλά παρακάμπτοντας τα οχυρά μπήκαν στη Θεσσαλονίκη κι εκ των υστέρων η διοίκηση των οχυρών αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει την πόλη στους κατακτητές. Οι Γερμανοί θαυμάζοντας τον ηρωισμό των φυλάκων των οχυρών, στην τελετή παράδοσης τους απέδωσαν τιμές ηρώων και τους επέτρεψαν να πάνε στις Σέρρες με κανονική φάλαγγα και με τον οπλισμό τους για να τον παραδώσουν εκεί στη στρατιωτική διοίκηση κατοχής. Οι Γερμανοί δεν έμειναν στην πόλη ως στρατός κατοχής αλλά την παρέδωσαν στους Βουλγάρους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι, έχοντας και τα προηγούμενα των παλαιοτέρων κατοχών της πόλης, ήταν πολύ σκληροί, προσπάθησαν άλλη μια φορά να εξαλείψουν τα εθνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, επιβάλλοντας μέχρι και εκβουλγαρισμό των ελληνικών ονομάτων στους πολίτες και σε όσους δέχτηκαν αυτή την αλλαγή έδωσαν ειδικά προνόμια, κυρίως διπλή μερίδα τροφίμων. Σε όσους Έλληνες το φάσμα της πείνας και η ανάγκη οικογενειακής επιβίωσης ανάγκασε να Βουλγαρογραφούν (ατόφιος όρος της εποχής, που δείχνει ότι οι περισσότεροι απλώς "εγγράφησαν" ως δήθεν "Βούλγαροι"), οι υπόλοιποι Σερραίοι τους έδωσαν τον σαρκαστικό προσδιορισμό "Λαδοβούλγαροι" (αφού λάμβαναν διπλό κουπόνι τροφίμων έχοντας Βουλγαρογραφτεί). Το πόσο σκληρότερη ήταν η βουλγαρική κατοχή φαίνεται κι από το γεγονός ότι πολλοί Σερραίοι δραπέτευαν (με κίνδυνο της ζωής τους) στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης που την κατείχαν οι Γερμανοί, με πολύ πιο ήπια συμπεριφορά προς τον Ελληνικό πληθυσμό, αλλά κυρίως θα ζούσαν στην γερμανοκρατούμενη μεν, αλλά τουλάχιστον Ελλάδα. Από τον Στρυμώνα μέχρι σχεδόν τις όχθες του Έβρου ήταν πλέον "Βουλγαρία", και παρέμεινε έτσι μέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Μετά την ήττα του άξονα και την επερχόμενη απελευθέρωση, οι Βούλγαροι εγκαταλείποντας την πόλη, την πυρπόλησαν σε ένα τμήμα της για δεύτερη φορά. Στις πυρκαγιές οφείλεται το ότι η σημερινή πόλη είναι νεόκτιστη με ελάχιστα παλαιά κτίρια να σώζονται. Αλλά και κτίρια που διασώθηκαν από τους εμπρησμούς κατεδαφίστηκαν αργότερα, στη δεκαετία του '60 κι έπειτα και στη θέση τους χτίστηκαν πάνω στο παλιό σχέδιο Δοξιάδη μέσω του συστήματος της αντιπαροχής.
  Μερικά ιστορικά κτίρια που είχαν απομείνει, επειδή δεν υπήρξαν ποτέ σχέδιο και βούληση διατήρησης του χρώματος της πόλης, επιτράπηκε να κατεδαφιστούν, είτε από τους ιδιοκτήτες τους, αφού η πολιτεία δεν είχε φροντίσει να τα διασώσει χαρακτηρίζοντάς τα ως διατηρητέα, είτε από τις δημοτικές αρχές της πόλης, παρά την κατακραυγή μεγάλης μερίδας των κατοίκων.
  Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, παρόλο που της κυβέρνησης ηγείτο Σερραίος πρωθυπουργός, ο Νομός και η πόλη δεν αναπτύχθηκαν όπως χρειαζόταν. Οι χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων οδήγησαν τον κάμπο σε μαρασμό και τους κατοίκους σε μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική, με πολλούς μετανάστες στη Δ. Γερμανία.
  Ο πραγματικός πληθυσμός της πόλης σήμερα ανέρχεται σε 100.000 κατοίκους περίπου συμπεριλαμβανόμενων των φοιτητών της πόλης. Το Τ.Ε.Ι Σερρών έχει αριθμό φοιτητών που ξεπερνά τους 10.000 με τάσεις αύξησης. Είναι η δεύτερη πόλη σε πληθυσμό της Μακεδονίας μετά την Θεσσαλονίκη, ενώ ο Νομός έχει πληθυσμό περίπου 200.000.Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (2007) το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ήταν 250.903.

Αγαλμα του Εμμανουήλ Παππά στην Πλατεία Ελευθερίας

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ.

Οι Σέρρες αναφέρονται πάντα στον πληθυντικό. Όταν αναφέρονται στο τρίτο πρόσωπο, αρκετοί από τους ντόπιους χρησιμοποιούν τον τύπο: "τας Σέρρας" (της Καθαρευούσης), αντίθετα με τη χρήση στη Δημοτική (τις Σέρρες). Παράδειγμα χρήσης: "Είμαι από τας Σέρρας". Υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν ότι το όνομα της πόλης δεν είναι "ΟΙ ΣΕΡΡΕΣ" αλλά "ΤΑ ΣΕΡΡΑΣ" (χωρίς το "Σ" του άρθρου στην αιτιατική). Τούτο φαίνεται να πηγάζει από το ότι στην τοπική ντοπιολαλιά το "Σ" "τρώγεται" κι όταν ρωτήσεις κάποιον :"από πού είσαι;" θα σου απαντήσει: ΑΠ'ΤΑ ΣΕΡΡΑΣ. Υποστηρικτής αυτής της άποψης είναι ο εκδότης του τοπικού περιοδικού "ΓΙΑΤΙ" και συγγραφέας της "Εικονογραφημένης ιστορίας των Σερρών" Βασίλης Τζανακάρης. Επίσης, το ίδιο υποστηρίζει ο Γεώργιος Καφταντζής, συγγραφέας του βιβλίου "Η ιστορία των Σερρών".